- ὑπαλειφόμενος
- ὑπαλείφωlay onpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδέρως — παιδέρως, ωτος, ὁ (Α) 1. παιδεραστής 2. ποώδες φυτό τού οποίου τα φύλλα μοιάζουν ως προς το χρώμα με τα φύλλα τής λεύκας και τα άνθη του χρησίμευαν στην κατασκευή στεφανιών 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. ερυθρό χρώμα για βάψιμο τού προσώπου… … Dictionary of Greek